κονιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακονιοποιώ
Συγγενικά
επεξεργασία- κονιοποιημένος
- κονιοποίηση
- → δείτε τις λέξεις κόνη και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κονιοποιώ | κονιοποιούσα | θα κονιοποιώ | να κονιοποιώ | κονιοποιώντας | |
β' ενικ. | κονιοποιείς | κονιοποιούσες | θα κονιοποιείς | να κονιοποιείς | (κονιοποίει) | |
γ' ενικ. | κονιοποιεί | κονιοποιούσε | θα κονιοποιεί | να κονιοποιεί | ||
α' πληθ. | κονιοποιούμε | κονιοποιούσαμε | θα κονιοποιούμε | να κονιοποιούμε | ||
β' πληθ. | κονιοποιείτε | κονιοποιούσατε | θα κονιοποιείτε | να κονιοποιείτε | κονιοποιείτε | |
γ' πληθ. | κονιοποιούν(ε) | κονιοποιούσαν(ε) | θα κονιοποιούν(ε) | να κονιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κονιοποίησα | θα κονιοποιήσω | να κονιοποιήσω | κονιοποιήσει | ||
β' ενικ. | κονιοποίησες | θα κονιοποιήσεις | να κονιοποιήσεις | κονιοποίησε | ||
γ' ενικ. | κονιοποίησε | θα κονιοποιήσει | να κονιοποιήσει | |||
α' πληθ. | κονιοποιήσαμε | θα κονιοποιήσουμε | να κονιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | κονιοποιήσατε | θα κονιοποιήσετε | να κονιοποιήσετε | κονιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | κονιοποίησαν κονιοποιήσαν(ε) |
θα κονιοποιήσουν(ε) | να κονιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κονιοποιήσει | είχα κονιοποιήσει | θα έχω κονιοποιήσει | να έχω κονιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κονιοποιήσει | είχες κονιοποιήσει | θα έχεις κονιοποιήσει | να έχεις κονιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κονιοποιήσει | είχε κονιοποιήσει | θα έχει κονιοποιήσει | να έχει κονιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κονιοποιήσει | είχαμε κονιοποιήσει | θα έχουμε κονιοποιήσει | να έχουμε κονιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κονιοποιήσει | είχατε κονιοποιήσει | θα έχετε κονιοποιήσει | να έχετε κονιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κονιοποιήσει | είχαν κονιοποιήσει | θα έχουν κονιοποιήσει | να έχουν κονιοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονιοποιώ
|