Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κονιοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κονιοποιημέν
ος
η
κονιοποιημέν
η
το
κονιοποιημέν
ο
γενική
του
κονιοποιημέν
ου
της
κονιοποιημέν
ης
του
κονιοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
κονιοποιημέν
ο
την
κονιοποιημέν
η
το
κονιοποιημέν
ο
κλητική
κονιοποιημέν
ε
κονιοποιημέν
η
κονιοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κονιοποιημέν
οι
οι
κονιοποιημέν
ες
τα
κονιοποιημέν
α
γενική
των
κονιοποιημέν
ων
των
κονιοποιημέν
ων
των
κονιοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
κονιοποιημέν
ους
τις
κονιοποιημέν
ες
τα
κονιοποιημέν
α
κλητική
κονιοποιημέν
οι
κονιοποιημέν
ες
κονιοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κονιοποιημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κονιοποιώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κονιορτοποιημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κονιοποιημένος
→
δείτε
τη λέξη
κονιορτοποιημένος