κολποκοιλιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακολποκοιλιακός
- (ανατομία) που σχετίζεται με τους κόλπους και τις κοιλίες μιας καρδιάς
Συγγενικά
επεξεργασία- κολποκοιλιακά
- → δείτε τις λέξεις κόλπος και κοιλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κολποκοιλιακός
|