κολποκοιλιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολποκοιλιακά < κολποκοιλιακός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
κολποκοιλιακά
- στην κολποκοιλιακή περιοχή
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολποκοιλιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κολποκοιλιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κολποκοιλιακός