Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολίβριο τα κολίβρια
      γενική του κολίβριου των κολίβριων
    αιτιατική το κολίβριο τα κολίβρια
     κλητική κολίβριο κολίβρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολίβριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κολίβριον από το 1856,[1] ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική colibri + -ιον > -ιο.[2] Δείτε και κολιμπρί.
Παράγωγη μορφή: κολίμπρι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈli.vɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λί‐βρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολίβριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «κολιμπρί κ. κολίβριο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. κολίβριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας