↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολιμπρί τα κολιμπριά
      γενική του κολιμπριού των κολιμπριών
    αιτιατική το κολιμπρί τα κολιμπριά
     κλητική κολιμπρί κολιμπριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα μικρό κολιμπρί του είδους Colibri thalassinus.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολιμπρί < (λόγιο δάνειο) γαλλική colibri < γλώσσα της Καραϊβικής [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.liˈbɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λι‐μπρί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολιμπρί ουδέτερο

  • (πτηνό) μικρό εξωτικό πουλί με πολύχρωμα φτερά που κινούνται με πολύ γρήγορη χαρακτηριστική κίνηση
    ⮡  Το κολιμπρί είναι ένα μικρό πουλί της αμερικανικής ηπείρου, της οικογένειας Trochilidae, που τρέφεται με νέκταρ.
    ⮡  Το μικρό πουλί «κολιμπρί» κινεί τα φτερά του με συχνότητα μέχρι ανά 70 επαναλήψεις ανά δευτερόλεπτο (@greek‑language.gr)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κολιμπρί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «κολιμπρί κ. κολίβριο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.