κολίμπρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολίμπρι | τα | κολίμπρια |
γενική | του | κολιμπριού | των | κολιμπριών |
αιτιατική | το | κολίμπρι | τα | κολίμπρια |
κλητική | κολίμπρι | κολίμπρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολίμπρι < κολίβριο (καθαρεύουσα κολίβριον) με προσαρμογή στη δημοτική της κατάληξης -ιον > -ι και της προφροάς με τροπή [v] > [b].[1] Δείτε και κολιμπρί.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈli.bɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λί‐μπρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολίμπρι ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κολίμπρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολίμπρι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κολιμπρί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας