↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκκινομύτης η κοκκινομύτα
κοκκινομυτού
το κοκκινομύτικο
      γενική του κοκκινομύτη της κοκκινομύτας
κοκκινομυτούς
του κοκκινομύτικου
    αιτιατική τον κοκκινομύτη την κοκκινομύτα
κοκκινομυτού
το κοκκινομύτικο
     κλητική κοκκινομύτη κοκκινομύτα
κοκκινομυτού
κοκκινομύτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκκινομύτηδες οι κοκκινομύτες
κοκκινομυτούδες
τα κοκκινομύτικα
      γενική των κοκκινομύτηδων των
κοκκινομυτούδων
των κοκκινομύτικων
    αιτιατική τους κοκκινομύτηδες τις κοκκινομύτες
κοκκινομυτούδες
τα κοκκινομύτικα
     κλητική κοκκινομύτηδες κοκκινομύτες
κοκκινομυτούδες
κοκκινομύτικα
Το θηλυκό, σε και -ού.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κοκκινομύτης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκκινομύτης < κοκκινο- + -μύτης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.ci.noˈmi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκ‐κι‐νο‐μύ‐της

  Επίθετο

επεξεργασία

κοκκινομύτης, -α/(-ού), -ικο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Βλ. «κοκκινομύτα - κοκκινομυτού», §637, Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 267.