κοινωνικοεπαγγελματικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωνικοεπαγγελματικός η κοινωνικοεπαγγελματική το κοινωνικοεπαγγελματικό
      γενική του κοινωνικοεπαγγελματικού της κοινωνικοεπαγγελματικής του κοινωνικοεπαγγελματικού
    αιτιατική τον κοινωνικοεπαγγελματικό την κοινωνικοεπαγγελματική το κοινωνικοεπαγγελματικό
     κλητική κοινωνικοεπαγγελματικέ κοινωνικοεπαγγελματική κοινωνικοεπαγγελματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωνικοεπαγγελματικοί οι κοινωνικοεπαγγελματικές τα κοινωνικοεπαγγελματικά
      γενική των κοινωνικοεπαγγελματικών των κοινωνικοεπαγγελματικών των κοινωνικοεπαγγελματικών
    αιτιατική τους κοινωνικοεπαγγελματικούς τις κοινωνικοεπαγγελματικές τα κοινωνικοεπαγγελματικά
     κλητική κοινωνικοεπαγγελματικοί κοινωνικοεπαγγελματικές κοινωνικοεπαγγελματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνικοεπαγγελματικός < κοινωνικός + -ο- + επαγγελματικός

  Επίθετο επεξεργασία

κοινωνικοεπαγγελματικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία