κοινωνικοεπαγγελματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινωνικοεπαγγελματικός < κοινωνικός + -ο- + επαγγελματικός
Επίθετο επεξεργασία
κοινωνικοεπαγγελματικός
- που αφορά την κοινωνική και επαγγελματική κατάσταση κάποιου
Συγγενικά επεξεργασία
- κοινωνικοεπαγγελματικά
- → δείτε τις λέξεις κοινωνία και επάγγελμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινωνικοεπαγγελματικός
|