κοινολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινολογικός < κοινολογία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
κοινολογικός[1]
- (λόγιο) που έχει σχέση με την κοινολογία / κοινολόγηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινολογικός
|
- ↑ κοινολογικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)