Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινολόγηση οι κοινολογήσεις
      γενική της κοινολόγησης* των κοινολογήσεων
    αιτιατική την κοινολόγηση τις κοινολογήσεις
     κλητική κοινολόγηση κοινολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοινολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινολόγηση < κοινολογώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινολόγηση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία