↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοζάκικος η κοζάκικη το κοζάκικο
      γενική του κοζάκικου της κοζάκικης του κοζάκικου
    αιτιατική τον κοζάκικο την κοζάκικη το κοζάκικο
     κλητική κοζάκικε κοζάκικη κοζάκικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοζάκικοι οι κοζάκικες τα κοζάκικα
      γενική των κοζάκικων των κοζάκικων των κοζάκικων
    αιτιατική τους κοζάκικους τις κοζάκικες τα κοζάκικα
     κλητική κοζάκικοι κοζάκικες κοζάκικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοζάκικος < Κοζάκος + -ικος < γαλλική cosaque < πολωνική Kozak < ουκρανική коза́к (kozák) < προέλευσης από τουρκικές γλώσσες

  Επίθετο

επεξεργασία

κοζάκικος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία