κοζάκικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοζάκικος < Κοζάκος + -ικος < γαλλική cosaque < πολωνική Kozak < ουκρανική коза́к (kozák) < προέλευσης από τουρκικές γλώσσες
Επίθετο επεξεργασία
κοζάκικος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Κοζάκος