κλαψομούνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλαψομούνης | η | κλαψομούνα | το | κλαψομούνικο |
γενική | του | κλαψομούνη | της | κλαψομούνας | του | κλαψομούνικου |
αιτιατική | τον | κλαψομούνη | την | κλαψομούνα | το | κλαψομούνικο |
κλητική | κλαψομούνη | κλαψομούνα | κλαψομούνικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλαψομούνηδες | οι | κλαψομούνες | τα | κλαψομούνικα |
γενική | των | κλαψομούνηδων | — | των | κλαψομούνικων | |
αιτιατική | τους | κλαψομούνηδες | τις | κλαψομούνες | τα | κλαψομούνικα |
κλητική | κλαψομούνηδες | κλαψομούνες | κλαψομούνικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακλαψομούνης, -α, -ικο
- (χυδαίο, μειωτικό) που εύκολα πληγώνεται και κλαίγεται
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη παρεξηγιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλαψομούνης
|