κλαπέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλαπέτο | τα | κλαπέτα |
γενική | του | κλαπέτου | των | κλαπέτων |
αιτιατική | το | κλαπέτο | τα | κλαπέτα |
κλητική | κλαπέτο | κλαπέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλαπέτο ουδέτερο
- μηχανισμός που επιτρέπει ή διακόπτει τη ροή σε αγωγούς νερού ή αερίου, είδος αντεπίστροφης βαλβίδας με «πεταλούδα».
- είδος φρένου σε βαριά οχήματα, το οποίο χρησιμοποιεί τον παραπάνω μηχανισμό
Εκφράσεις επεξεργασία
- μου 'φυγε το κλαπέτο/μου έφυγε το κλαπέτο: (λαϊκότροπο)
- τρελάθηκα, τα έχασα τελείως
- έχασα τον έλεγχο της κατάστασης
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλαπέτο
|