κιτρόχρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | κιτρόχρους | το | κιτρόχρουν | ||
γενική | του/της | κιτρόχρου | του | κιτρόχρου | ||
αιτιατική | τον/την | κιτρόχρου | το | κιτρόχρουν | ||
κλητική | κιτρόχρους* | κιτρόχρουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | κιτρόχροες | τα | κιτρόχροα | ||
γενική | των | κιτροχρόων | των | κιτροχρόων | ||
αιτιατική | τους/τις | κιτρόχροες | τα | κιτρόχροα | ||
κλητική | κιτρόχροες | κιτρόχροα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιτρόχρους < ελληνιστική κοινή κιτρόχρους < κίτρον (+ χρόος) < λατινική citrum, μορφολογικά αναλύεται κίτρ(ο) + -χρους
Επίθετο
επεξεργασίακιτρόχρους, -ους, -ουν
- (αρχαιοπρεπές) που έχει το χρώμα του κίτρου, κίτρινο χρώμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κιτρινόχροια
- → δείτε τις λέξεις κίτρινος, κίτρο και χρώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κιτρόχρους
|