κιτρινόχροια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιτρινόχροια < κιτρινόχρους + -ια < ελληνιστική κοινή κιτρινόχρους < κίτρινος (+ χρόος) < κίτρον < λατινική citrum
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιτρινόχροια θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η απόχρωση του κίτρινου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κιτρινόχρους
- → δείτε τις λέξεις κίτρινος, κίτρο και χρώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κιτρινόχροια
|