κιτρινάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιτρινάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κιτρινάδα (σημασία: χρυσή) < κίτριν(ος) + -άδα < ελληνιστική κοινή κίτρινος < κίτρον < λατινική citron[1] < citrus < ετρουσκική[1] < αρχαία ελληνική κέδρος[1] (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.tɾiˈna.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐τρι‐νά‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιτρινάδα θηλυκό
- το κίτρινο χρώμα / ωχρότητα του προσώπου, που οφείλεται σε νοσηρότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κίτρινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κιτρινάδα
Πηγές
επεξεργασία- κιτρινάδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ 1,0 1,1 1,2 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.