Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεφαλιάτικος η κεφαλιάτικη το κεφαλιάτικο
      γενική του κεφαλιάτικου της κεφαλιάτικης του κεφαλιάτικου
    αιτιατική τον κεφαλιάτικο την κεφαλιάτικη το κεφαλιάτικο
     κλητική κεφαλιάτικε κεφαλιάτικη κεφαλιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεφαλιάτικοι οι κεφαλιάτικες τα κεφαλιάτικα
      γενική των κεφαλιάτικων των κεφαλιάτικων των κεφαλιάτικων
    αιτιατική τους κεφαλιάτικους τις κεφαλιάτικες τα κεφαλιάτικα
     κλητική κεφαλιάτικοι κεφαλιάτικες κεφαλιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλιάτικος < κεφάλι + -ιάτικος

  Επίθετο επεξεργασία

κεφαλιάτικος

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κεφαλικός (που αναφέρεται στον κεφαλικό φόρο, στο χαράτσι)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κεφαλιάτικο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία