κεφαλιάτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κεφαλιάτικος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κεφαλικός (που αναφέρεται στον κεφαλικό φόρο, στο χαράτσι)
- (ουσιαστικοποιημένο) κεφαλιάτικο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κεφάλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεφαλιάτικος
|