κεφαλιάτικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεφαλιάτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κεφαλιάτικος ή μεσαιωνική ελληνική κεφαλιάτικο(ν)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλιάτικο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ο κεφαλικός φόρος, το χαράτσι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεφαλιάτικο
|