↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κερχανατζής οι κερχανατζήδες
      γενική του κερχανατζή των κερχανατζήδων
    αιτιατική τον κερχανατζή τους κερχανατζήδες
     κλητική κερχανατζή κερχανατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κερχανατζής < κερχανά(ς) + -τζής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κερχανατζής αρσενικό

  1. (αργκό) (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ή υπεύθυνος οίκου ανοχής
  2. (αργκό) ο προαγωγός
     συνώνυμα: ο πορνοβοσκός, ο μαστροπός
  3. (αργκό) θαμώνας των πορνείων
  4. (μεταφορικά) άνθρωπος αχρείος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014