κεβλήγονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κεβλήγονος | τὸ | κεβλήγονον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | κεβληγόνου | τοῦ | κεβληγόνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | κεβληγόνῳ | τῷ | κεβληγόνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κεβλήγονον | τὸ | κεβλήγονον | ||
κλητική ὦ! | κεβλήγονε | κεβλήγονον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κεβλήγονοι | τὰ | κεβλήγονᾰ | ||
γενική | τῶν | κεβληγόνων | τῶν | κεβληγόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | κεβληγόνοις | τοῖς | κεβληγόνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κεβληγόνους | τὰ | κεβλήγονᾰ | ||
κλητική ὦ! | κεβλήγονοι | κεβλήγονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεβληγόνω | τὼ | κεβληγόνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κεβληγόνοιν | τοῖν | κεβληγόνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεβλήγονος (ελληνιστική κοινή) < κεβλή + -γονος (< γίγνομαι)
Επίθετο
επεξεργασίακεβλήγονος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (για την παπαρούνα) που έχει το σπόρο στην κεφαλή
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος Ἀλεξιφάρμακα, στ. 433, @scaife.perseus
- Καί τε σὺ μήκωνος κεβληγόνου ὁππότε δάκρυ
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος Ἀλεξιφάρμακα, στ. 433, @scaife.perseus
- (για τη θεά Αθηνά) που γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία
Πηγές
επεξεργασία- κεβλήγονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.