ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κεβλή αἱ κεβλαί
      γενική τῆς κεβλῆς τῶν κεβλῶν
      δοτική τῇ κεβλ ταῖς κεβλαῖς
    αιτιατική τὴν κεβλήν τὰς κεβλᾱ́ς
     κλητική ! κεβλή κεβλαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεβλᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κεβλαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεβλή (ελληνιστική κοινή) < συντετμημένος τύπος του κεβαλή (< κεφαλή με τροπή του φ σε β)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεβλή, -ῆς θηλυκό, (ελληνιστική κοινή) μακεδονικός τύπος του κεφαλή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία