κεβλήπυρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κεβλήπυρῐς | αἱ | κεβληπύρεις |
γενική | τῆς | κεβληπύρεως | τῶν | κεβληπύρεων |
δοτική | τῇ | κεβληπύρει | ταῖς | κεβληπύρεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κεβλήπυρῐν | τὰς | κεβληπύρεις |
κλητική ὦ! | κεβλήπυρῐ | κεβληπύρεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεβληπύρει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κεβληπυρέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεβλήπυρις < μακεδονική διάλεκτος κεβλή (κεφάλι) + πῦρ + -ις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεβλήπυρις, -εως θηλυκό
- (πτηνό) είδος πουλιού με κόκκινο φτέρωμα στο κεφάλι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 303
- νέρτος, ἱέραξ, φάττα, κόκκυξ, ἐρυθρόπους, κεβλήπυρις,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 303
- (ως κύριο όνομα) παρατσούκλι του Θεμιστοκλή
Πηγές
επεξεργασία- κεβλήπυρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεβλήπυρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.