↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κεβλήπυρῐς αἱ κεβληπύρεις
      γενική τῆς κεβληπύρεως τῶν κεβληπύρεων
      δοτική τῇ κεβληπύρει ταῖς κεβληπύρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κεβλήπυρῐν τὰς κεβληπύρεις
     κλητική ! κεβλήπυρῐ κεβληπύρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεβληπύρει
γεν-δοτ τοῖν  κεβληπυρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεβλήπυρις < μακεδονική διάλεκτος κεβλή (κεφάλι) + πῦρ + -ις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεβλήπυρις, -εως θηλυκό

  1. (πτηνό) είδος πουλιού με κόκκινο φτέρωμα στο κεφάλι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 303
    νέρτος, ἱέραξ, φάττα, κόκκυξ, ἐρυθρόπους, κεβλήπυρις,
  2. (ως κύριο όνομα) παρατσούκλι του Θεμιστοκλή