καυστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καυστήρας < αρχαία ελληνική καυστήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαυστήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) ειδικός μηχανισμός, που συντελεί στη καύση υγρού ή αερίου
- παρελκόμενο τμήμα εγκατάστασης λέβητα π.χ. καλοριφέρ, ο οποίος χρησιμοποιεί κάποιο καύσιμο υλικό για να παράγει θερμότητα και να ζεστάνει το νερό του λέβητα
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καυτήρας
Σημειώσεις
επεξεργασία- υφίστανται τρία είδη καυστήρων: καυστήρας πετρελαίου, καυστήρας καρβουνόσκονης και καυστήρας αερίων καυσίμων