Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοριφέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική calorifère[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.lo.ɾiˈfeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐ρι‐φέρ
 
ένα οικιακό καλοριφέρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλοριφέρ ουδέτερο άκλιτο

  1. σύστημα θέρμανσης που χρησιμοποιεί νερό για τη μεταφορά της θερμότητας από έναν κεντρικό λέβητα στους επιμέρους χώρους που θα θερμαίνονται
  2. το συνολικό σύστημα που περιλαμβάνει το ντεπόζιτο, τον καυστήρα, τον λέβητα, τον κυκλοφορητή, τις σωληνώσεις και τα σώματα του καλοριφέρ
  3. (ειδικότερα) το σώμα του καλοριφέρ, το εξάρτημα που βρίσκεται στον χώρο που θα θερμανθεί και το οποίο έχει κατάλληλο σχεδιασμό ώστε να αποβάλλει ευκολότερα στο χώρο τη θερμοκρασία

 συνώνυμα: επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία