καλοριφέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλοριφέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική calorifère[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lo.ɾiˈfeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐ρι‐φέρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλοριφέρ ουδέτερο άκλιτο
- σύστημα θέρμανσης που χρησιμοποιεί νερό για τη μεταφορά της θερμότητας από έναν κεντρικό λέβητα στους επιμέρους χώρους που θα θερμαίνονται
- το συνολικό σύστημα που περιλαμβάνει το ντεπόζιτο, τον καυστήρα, τον λέβητα, τον κυκλοφορητή, τις σωληνώσεις και τα σώματα του καλοριφέρ
- (ειδικότερα) το σώμα του καλοριφέρ, το εξάρτημα που βρίσκεται στον χώρο που θα θερμανθεί και το οποίο έχει κατάλληλο σχεδιασμό ώστε να αποβάλλει ευκολότερα στο χώρο τη θερμοκρασία
≈ συνώνυμα: επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοριφέρ
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλοριφέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας