Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντεπόζιτο τα ντεπόζιτα
      γενική του ντεπόζιτου των ντεπόζιτων
    αιτιατική το ντεπόζιτο τα ντεπόζιτα
     κλητική ντεπόζιτο ντεπόζιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεπόζιτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική deposito

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεπόζιτο ουδέτερο

  1. η δεξαμενή· η λέξη συνηθίζεται μιλώντας για τη δεξαμενή καυσίμου των αυτοκινήτων
    τρύπησε το ντεπόζιτο από τα χαλίκια του δρόμου
    το καπάκι του ντεπόζιτου
  2. χρηματικό ποσό που κατατίθεται ως υποθήκη
  3. καΐκι που συνόδευε σφουγγαράδικο στόλο, μετέφερε προμήθειες και χρησίμευε ως αποθήκη για τα αλιευμένα σφουγγάρια

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία