↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καυλιάρης η καυλιάρα το καυλιάρικο
      γενική του καυλιάρη της καυλιάρας του καυλιάρικου
    αιτιατική τον καυλιάρη την καυλιάρα το καυλιάρικο
     κλητική καυλιάρη καυλιάρα καυλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καυλιάρηδες οι καυλιάρες τα καυλιάρικα
      γενική των καυλιάρηδων των καυλιάρικων
    αιτιατική τους καυλιάρηδες τις καυλιάρες τα καυλιάρικα
     κλητική καυλιάρηδες καυλιάρες καυλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

καυλιάρης < καυλί + -ιάρης

  Επίθετο

καυλιάρης, -α, -ικο

  1. (χυδαίο) (λαϊκότροπο) που έρχεται σε κατάσταση καύλας / οργασμού συχνά ή εύκολα
  2. (προσφώνηση) (χυδαίο) (λαϊκότροπο) είδος φιλικής προσφώνησης ή χαιρετισμού

Συνώνυμα

Συγγενικά

  Μεταφράσεις