καυλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καυλιάρης | η | καυλιάρα | το | καυλιάρικο |
γενική | του | καυλιάρη | της | καυλιάρας | του | καυλιάρικου |
αιτιατική | τον | καυλιάρη | την | καυλιάρα | το | καυλιάρικο |
κλητική | καυλιάρη | καυλιάρα | καυλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καυλιάρηδες | οι | καυλιάρες | τα | καυλιάρικα |
γενική | των | καυλιάρηδων | — | των | καυλιάρικων | |
αιτιατική | τους | καυλιάρηδες | τις | καυλιάρες | τα | καυλιάρικα |
κλητική | καυλιάρηδες | καυλιάρες | καυλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
Επίθετο
καυλιάρης, -α, -ικο
- (χυδαίο) (λαϊκότροπο) που έρχεται σε κατάσταση καύλας / οργασμού συχνά ή εύκολα
- (προσφώνηση) (χυδαίο) (λαϊκότροπο) είδος φιλικής προσφώνησης ή χαιρετισμού
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καυλί