καύλα θηλυκό ή κάβλα
(χυδαίο)
- το κορυφαίο σημείο της σεξουαλικής ευχαρίστησης
- ≈ συνώνυμα: οργασμός
- η έντονη στύση, η σεξουαλική διέγερση
- Χθές το βράδυ είχα μία τρελή καύλα. Αυνανίστηκα τρείς φορές πριν κοιμηθώ.
- ≈ συνώνυμα: σηκωμάρα
- η προκλητική γυναικεία (ή ανδρική) παρουσία ή γενικότερα οτιδήποτε προκαλεί έντονη (σεξουαλική) διάθεση.
- Η γραμματέας μου είναι σκέτη καύλα, φοράει κάτι μίνι φούστες, έχει και μεγάλο στήθος.
- Είδες το απίστευτο τέρμα που σημείωσε ο Φρατζέσκος στον αγώνα με τον Ολυμπιακό; Ήταν καύλα!
Μεταφράσεις