κατραμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατραμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατραμώνω
Μετοχή
επεξεργασίακατραμωμένος, -η, -ο
- που τον έχουν κατραμώσει
- (ναυτικός όρος): που φέρει κατράμι
- κατραμωμένο συρματόσχοινο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατραμωμένος
|