κατραμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατραμώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακατραμώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατραμώνω | κατράμωνα | θα κατραμώνω | να κατραμώνω | κατραμώνοντας | |
β' ενικ. | κατραμώνεις | κατράμωνες | θα κατραμώνεις | να κατραμώνεις | κατράμωνε | |
γ' ενικ. | κατραμώνει | κατράμωνε | θα κατραμώνει | να κατραμώνει | ||
α' πληθ. | κατραμώνουμε | κατραμώναμε | θα κατραμώνουμε | να κατραμώνουμε | ||
β' πληθ. | κατραμώνετε | κατραμώνατε | θα κατραμώνετε | να κατραμώνετε | κατραμώνετε | |
γ' πληθ. | κατραμώνουν(ε) | κατράμωναν κατραμώναν(ε) |
θα κατραμώνουν(ε) | να κατραμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατράμωσα | θα κατραμώσω | να κατραμώσω | κατραμώσει | ||
β' ενικ. | κατράμωσες | θα κατραμώσεις | να κατραμώσεις | κατράμωσε | ||
γ' ενικ. | κατράμωσε | θα κατραμώσει | να κατραμώσει | |||
α' πληθ. | κατραμώσαμε | θα κατραμώσουμε | να κατραμώσουμε | |||
β' πληθ. | κατραμώσατε | θα κατραμώσετε | να κατραμώσετε | κατραμώστε | ||
γ' πληθ. | κατράμωσαν κατραμώσαν(ε) |
θα κατραμώσουν(ε) | να κατραμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατραμώσει | είχα κατραμώσει | θα έχω κατραμώσει | να έχω κατραμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατραμώσει | είχες κατραμώσει | θα έχεις κατραμώσει | να έχεις κατραμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατραμώσει | είχε κατραμώσει | θα έχει κατραμώσει | να έχει κατραμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατραμώσει | είχαμε κατραμώσει | θα έχουμε κατραμώσει | να έχουμε κατραμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατραμώσει | είχατε κατραμώσει | θα έχετε κατραμώσει | να έχετε κατραμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατραμώσει | είχαν κατραμώσει | θα έχουν κατραμώσει | να έχουν κατραμώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατραμώνω
→ δείτε τη λέξη πισσώνω |