ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κατιώμενος κατιωμένη τὸ κατιώμενον
      γενική τοῦ κατιωμένου τῆς κατιωμένης τοῦ κατιωμένου
      δοτική τῷ κατιωμέν τῇ κατιωμέν τῷ κατιωμέν
    αιτιατική τὸν κατιώμενον τὴν κατιωμένην τὸ κατιώμενον
     κλητική ! κατιώμενε κατιωμένη κατιώμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κατιώμενοι αἱ κατιώμεναι τὰ κατιώμεν
      γενική τῶν κατιωμένων τῶν κατιωμένων τῶν κατιωμένων
      δοτική τοῖς κατιωμένοις ταῖς κατιωμέναις τοῖς κατιωμένοις
    αιτιατική τοὺς κατιωμένους τὰς κατιωμένᾱς τὰ κατιώμεν
     κλητική ! κατιώμενοι κατιώμεναι κατιώμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κατιωμένω τὼ κατιωμέν τὼ κατιωμένω
      γεν-δοτ τοῖν κατιωμένοιν τοῖν κατιωμέναιν τοῖν κατιωμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατιώμενος: συνηρημένη μετοχή ενεστώτα του μεσοπαθητικού ρήματος κατιῶμαι (κατιόομαι) → δείτε  κατ- + αρχαία ελληνική ἰόομαι < ἰός

κατιώμενος, -η, -ον (ελληνιστική κοινή) μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σκουριάσει, οξειδωθεί
  2. (μεταφορικά) που έχει παρακμάσει
    ※  Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 71.36.4.3–5 @perseus.tufts.edu
    περὶ οὗ ἤδη ῥητέον, ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾶν καὶ κατιωμένην τῶν τε πραγμάτων τοῖς τότε Ῥωμαίοις καὶ ἡμῖν νῦν καταπεσούσης τῆς ἱστορίας.
    Για το οποίο [θα] μιλήσουμε [τώρα]: [ότι] από χρυσή βασιλεία, σε σιδηρά και σκουριασμένη στα πράγματα των τότε Ρωμαίων, μα και τα δικά μας τώρα, ξέπεσε η ιστορία
    Απόδοση:Βικιλεξικό κατά την αγγλική μετάφραση του Earnest Cary απόσπασμα, τόμος 9@Loeb: [https://www.loebclassics.com/view/LCL032/1914/volume.xml οι 9 τόμοι@Loeb

Δείτε επίσης

επεξεργασία