κατιώμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατιώμενος: συνηρημένη μετοχή ενεστώτα του μεσοπαθητικού ρήματος κατιῶμαι (κατιόομαι) → δείτε κατ- + αρχαία ελληνική ἰόομαι < ἰός
Μετοχή
επεξεργασίακατιώμενος, -η, -ον (ελληνιστική κοινή) μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα
- (κυριολεκτικά) που έχει σκουριάσει, οξειδωθεί
- (μεταφορικά) που έχει παρακμάσει
- ※ Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 71.36.4.3–5 @perseus.tufts.edu
- περὶ οὗ ἤδη ῥητέον, ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾶν καὶ κατιωμένην τῶν τε πραγμάτων τοῖς τότε Ῥωμαίοις καὶ ἡμῖν νῦν καταπεσούσης τῆς ἱστορίας.
- Για το οποίο [θα] μιλήσουμε [τώρα]: [ότι] από χρυσή βασιλεία, σε σιδηρά και σκουριασμένη στα πράγματα των τότε Ρωμαίων, μα και τα δικά μας τώρα, ξέπεσε η ιστορία
- Απόδοση:Βικιλεξικό κατά την αγγλική μετάφραση του Earnest Cary απόσπασμα, τόμος 9@Loeb: [https://www.loebclassics.com/view/LCL032/1914/volume.xml οι 9 τόμοι@Loeb
- περὶ οὗ ἤδη ῥητέον, ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾶν καὶ κατιωμένην τῶν τε πραγμάτων τοῖς τότε Ῥωμαίοις καὶ ἡμῖν νῦν καταπεσούσης τῆς ἱστορίας.
- ※ Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 71.36.4.3–5 @perseus.tufts.edu
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατιόομαι, κατιόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.