κατιόομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατιόομαι < κατα- + αρχαία ελληνική ἰόομαι < ἰός
Ρήμα
επεξεργασίακατῑόομαι (αποθετικό ρήμα)
- (κυριολεκτικά) (ελληνιστική κοινή) σκουριάζω, οξειδώνομαι
- (μεταφορικά) (ελληνιστική κοινή) παρακμάζω
- ※ περὶ οὗ ἤδη ῥητέον, ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾶν καὶ κατιωμένην τῶν τε πραγμάτων τοῖς τότε Ῥωμαίοις καὶ ἡμῖν νῦν καταπεσούσης τῆς ἱστορίας. (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 71.36.4.3–5)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- κατιόομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.