Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατιόομαι < κατα- + αρχαία ελληνική ἰόομαι < ἰός

  Ρήμα επεξεργασία

κατῑόομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (κυριολεκτικά) (ελληνιστική κοινή) σκουριάζω, οξειδώνομαι
  2. (μεταφορικά) (ελληνιστική κοινή) παρακμάζω
    ※  περὶ οὗ ἤδη ῥητέον, ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾶν καὶ κατιωμένην τῶν τε πραγμάτων τοῖς τότε Ῥωμαίοις καὶ ἡμῖν νῦν καταπεσούσης τῆς ἱστορίας. (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 71.36.4.3–5)

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία