κατατσακισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατατσακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατατσακίζω
Μετοχή
επεξεργασία
κατατσακισμένος, -η, -ο
- που έχει κοπεί σε πολλά κομμάτια
- που έχει κουραστεί υπερβολικά
- ≈ συνώνυμα: κατακουρασμένος, καταπονημένος, καταβασανισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατατσακισμένος
|