κατατριβή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατατριβή < ελληνιστική κοινή κατατριβή < αρχαία ελληνική κατατρίβω < κατά + τρίβω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατατριβή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατατρίβομαι, η εξάντληση των δυνάμεων (λόγω ενασχόλησης με δευτερεύοντα ή άσκοπα πράγματα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κατατρίβομαι, κατά και τρίβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατατριβή
|