Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκοπικός η κατασκοπική το κατασκοπικό
      γενική του κατασκοπικού της κατασκοπικής του κατασκοπικού
    αιτιατική τον κατασκοπικό την κατασκοπική το κατασκοπικό
     κλητική κατασκοπικέ κατασκοπική κατασκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκοπικοί οι κατασκοπικές τα κατασκοπικά
      γενική των κατασκοπικών των κατασκοπικών των κατασκοπικών
    αιτιατική τους κατασκοπικούς τις κατασκοπικές τα κατασκοπικά
     κλητική κατασκοπικοί κατασκοπικές κατασκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασκοπικός < κατάσκοπος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

κατασκοπικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία