κατασκοπευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασκοπευτικός < κατασκοπεύω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
κατασκοπευτικός
- που έχει σχέση με την κατασκοπεία ή τον κατάσκοπο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κατάσκοπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασκοπευτικός
|