Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπνιγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταπνιγμέν
ος
η
καταπνιγμέν
η
το
καταπνιγμέν
ο
γενική
του
καταπνιγμέν
ου
της
καταπνιγμέν
ης
του
καταπνιγμέν
ου
αιτιατική
τον
καταπνιγμέν
ο
την
καταπνιγμέν
η
το
καταπνιγμέν
ο
κλητική
καταπνιγμέν
ε
καταπνιγμέν
η
καταπνιγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταπνιγμέν
οι
οι
καταπνιγμέν
ες
τα
καταπνιγμέν
α
γενική
των
καταπνιγμέν
ων
των
καταπνιγμέν
ων
των
καταπνιγμέν
ων
αιτιατική
τους
καταπνιγμέν
ους
τις
καταπνιγμέν
ες
τα
καταπνιγμέν
α
κλητική
καταπνιγμέν
οι
καταπνιγμέν
ες
καταπνιγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταπνιγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταπνίγω
Μετοχή
επεξεργασία
καταπνιγμένος, -η, -ο
εμποδισμένος
,
κατεσταλμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπνιγμένος
αγγλικά
:
συναίσθημα, σκέψη
:
pent-up
(en)
, held
in check
(en)
;
curbed
(en)
;
confined
(en)