↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπνιγμένος η καταπνιγμένη το καταπνιγμένο
      γενική του καταπνιγμένου της καταπνιγμένης του καταπνιγμένου
    αιτιατική τον καταπνιγμένο την καταπνιγμένη το καταπνιγμένο
     κλητική καταπνιγμένε καταπνιγμένη καταπνιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπνιγμένοι οι καταπνιγμένες τα καταπνιγμένα
      γενική των καταπνιγμένων των καταπνιγμένων των καταπνιγμένων
    αιτιατική τους καταπνιγμένους τις καταπνιγμένες τα καταπνιγμένα
     κλητική καταπνιγμένοι καταπνιγμένες καταπνιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπνιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταπνίγω

καταπνιγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία