καταναλωθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καταναλωθείς & καταναλωθέντας |
η | καταναλωθείσα | το | καταναλωθέν |
γενική | του | καταναλωθέντος & καταναλωθέντα |
της | καταναλωθείσας & καταναλωθείσης* |
του | καταναλωθέντος |
αιτιατική | τον | καταναλωθέντα | την | καταναλωθείσα | το | καταναλωθέν |
κλητική | καταναλωθείς & καταναλωθέντα |
καταναλωθείσα | καταναλωθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καταναλωθέντες | οι | καταναλωθείσες | τα | καταναλωθέντα |
γενική | των | καταναλωθέντων | των | καταναλωθεισών | των | καταναλωθέντων |
αιτιατική | τους | καταναλωθέντες | τις | καταναλωθείσες | τα | καταναλωθέντα |
κλητική | καταναλωθέντες | καταναλωθείσες | καταναλωθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταναλωθείς < λόγια μετοχή παθητικού αορίστου του καταναλώνω < κατά + ἀναλώνω
Μετοχή
επεξεργασίακαταναλωθείς
- που καταναλώθηκε, που ξοδεύτηκε, αναλώθηκε, δαπανήθηκε, που έγινε πλήρης χρήση του
- οι καταναλωθείσες ποσότητες, πρώτες ύλες κ.λπ.
- οι καταναλωθέντες όγκοι (υλικών), πόροι, υδατάνθρακες κ.λπ.
- τα καταναλωθέντα τρόφιμα, υλικά κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακαταναλωθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταναλώνομαι
- θα καταναλωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταναλώνομαι