κατακόμβη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακόμβη < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική catacomba < υστερολατινική catacumbas [1] ίσως < cata- (κατα-) + tumbas ( < αρχαία ελληνική τύμβος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈkom.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κόμ‐βη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατακόμβη θηλυκό
- σύστημα από υπόγειες σήραγγες και θαλάμους που χρησίμευε στο παρελθόν ως νεκροταφείο
- οι πρωτοχριστιανικές κατακόμβες της Ρώμης
- οι κατακόμβες του Παρισιού
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κατακόμβη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατακόμβη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατακόμβη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας