↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακόμβη οι κατακόμβες
      γενική της κατακόμβης των κατακομβών
    αιτιατική την κατακόμβη τις κατακόμβες
     κλητική κατακόμβη κατακόμβες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κατακόμβη στη Ρώμη.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακόμβη < (οπτικό δάνειο) ιταλική catacomba < υστερολατινική catacumbas [1] ίσως < cata- (κατα-) + tumbas ( < αρχαία ελληνική τύμβος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈkoɱ.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐κόμ‐βη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατακόμβη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία