Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακρεουργημένος η κατακρεουργημένη το κατακρεουργημένο
      γενική του κατακρεουργημένου της κατακρεουργημένης του κατακρεουργημένου
    αιτιατική τον κατακρεουργημένο την κατακρεουργημένη το κατακρεουργημένο
     κλητική κατακρεουργημένε κατακρεουργημένη κατακρεουργημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακρεουργημένοι οι κατακρεουργημένες τα κατακρεουργημένα
      γενική των κατακρεουργημένων των κατακρεουργημένων των κατακρεουργημένων
    αιτιατική τους κατακρεουργημένους τις κατακρεουργημένες τα κατακρεουργημένα
     κλητική κατακρεουργημένοι κατακρεουργημένες κατακρεουργημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακρεουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακρεουργώ

  Μετοχή επεξεργασία

κατακρεουργημένος, -η, -ο

  1. που έχει κατακρεουργηθεί κυριολεκτικά
    το κατακρεουργημένο πτώμα
  2. (μεταφορικά) που έχει κατακρεουργηθεί, κατατμηθεί, έχουν αφαιρεθεί τμήματά του, έχει αλλοιωθεί σημαντικά (π.χ. σε μια εφημερίδα όπου δεν χωράει ένα εκτενές ρεπορτάζ και πετσοκόβεται)
    το κατακρεουργημένο κείμενο/η κατακρεουργημένη διάλεξη/εισήγηση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία