κατακρεουργημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακρεουργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακρεουργώ
Μετοχή επεξεργασία
κατακρεουργημένος, -η, -ο
- που έχει κατακρεουργηθεί κυριολεκτικά
- το κατακρεουργημένο πτώμα
- (μεταφορικά) που έχει κατακρεουργηθεί, κατατμηθεί, έχουν αφαιρεθεί τμήματά του, έχει αλλοιωθεί σημαντικά (π.χ. σε μια εφημερίδα όπου δεν χωράει ένα εκτενές ρεπορτάζ και πετσοκόβεται)
- το κατακρεουργημένο κείμενο/η κατακρεουργημένη διάλεξη/εισήγηση