καταγώγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | καταγώγιον | τὰ | καταγώγιᾰ |
γενική | τοῦ | καταγωγίου | τῶν | καταγωγίων |
δοτική | τῷ | καταγωγίῳ | τοῖς | καταγωγίοις |
αιτιατική | τὸ | καταγώγιον | τὰ | καταγώγιᾰ |
κλητική ὦ! | καταγώγιον | καταγώγιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταγωγίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταγωγίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαταγώγιον ουδέτερο