• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καταγώγιον

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καταγώγιον τὰ καταγώγιᾰ
      γενική τοῦ καταγωγίου τῶν καταγωγίων
      δοτική τῷ καταγωγίῳ τοῖς καταγωγίοις
    αιτιατική τὸ καταγώγιον τὰ καταγώγιᾰ
     κλητική ὦ! καταγώγιον καταγώγιᾰ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταγωγίω
γεν-δοτ τοῖν  καταγωγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καταγώγιον < κατάγω < κατά + ἄγω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καταγώγιον ουδέτερο

  1. κατάλυμα
  2. πανδοχείο
  3. επιπλέον αμοιβή για τη μεταφορά
  4. (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό καταγώγια: (θρησκεία) σικελική εορτή για την επάνοδο περιστεριού από το πέλαγος
    ≠ αντώνυμα: ἀναγώγια
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καταγώγιον&oldid=5260483"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 10:01

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 10:01.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie