καταγγελθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taŋˈɟel.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ταγ‐γελ‐θείς
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καταγγελθείς & καταγγελθέντας |
η | καταγγελθείσα | το | καταγγελθέν |
γενική | του | καταγγελθέντος & καταγγελθέντα |
της | καταγγελθείσας & καταγγελθείσης* |
του | καταγγελθέντος |
αιτιατική | τον | καταγγελθέντα | την | καταγγελθείσα | το | καταγγελθέν |
κλητική | καταγγελθείς & καταγγελθέντα |
καταγγελθείσα | καταγγελθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καταγγελθέντες | οι | καταγγελθείσες | τα | καταγγελθέντα |
γενική | των | καταγγελθέντων | των | καταγγελθεισών | των | καταγγελθέντων |
αιτιατική | τους | καταγγελθέντες | τις | καταγγελθείσες | τα | καταγγελθέντα |
κλητική | καταγγελθέντες | καταγγελθείσες | καταγγελθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- καταγγελθείς: αρχαία ελληνική καταγγελθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος καταγγέλλω
Μετοχή
επεξεργασίακαταγγελθείς, -είσα, -έν
- που τον έχουν καταγγείλει, τον έχουν κατηγορήσει είτε στις επίσημες αρχές είτε σε μέσα μαζικής ενημέρωσης
- ⮡ οι καταγγελθέντες για παραβίαση του νόμου περί καπνίσματος...
- που τον έχουν παρουσιάσει ως άκυρο σε κάποια νομική αρχή, που τον αμφισβητούν
- ⮡ οι καταγγελθείσες συμβάσεις
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- καταγγελθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακαταγγελθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού του εξαρτημένου τύπου παθητικής φωνής του ρήματος καταγγέλλω