κατάδηλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάδηλος < αρχαία ελληνική κατάδηλος
Επίθετο επεξεργασία
κατάδηλος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κατάδηλος, ος, -ον
Εκφράσεις επεξεργασία
- κατάδηλον ποιῶ: κάνω γνωστό, ανακαλύπτω
- κατάδηλος γίγνομαι: ανακαλύπτομαι