καρατσεκαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρατσεκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καρατσεκάρω < καρα- + τσεκάρω
Μετοχή
επεξεργασίακαρατσεκαρισμένος, -η, -ο
- (νεολογισμός, προφορικό) επιτατικό του διασταυρωμένος: που είναι από πολλές πλευρές και με πολλούς τρόπους τσεκαρισμένος· που έχει ελεγχθεί με προσοχή (επισταμένα) ως προς την αλήθεια ή την ισχύ του
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρατσεκαρισμένος
|