↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καράφα οι καράφες
      γενική της καράφας των καραφών
    αιτιατική την καράφα τις καράφες
     κλητική καράφα καράφες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καράφα < (άμεσο δάνειο) ιταλική caraffa [1] < αραβική [2] غرفة (ḡurfa) < غرف (ḡarafa)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καράφα θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καράφα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία