karafo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- karafo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karafo | karafoj |
αιτιατική | karafon | karafojn |
karafo (eo)
- η καράφα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karafo | karafoj |
αιτιατική | karafon | karafojn |
karafo (eo)