καπνεργατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπνεργατικός < καπνεργάτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίακαπνεργατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον καπνεργάτη ή την κατεργασία καπνού ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) καπνεργατικά: αμοιβή καπνεργάτη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καπνεργάτης, καπνός και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνεργατικός
|