καπνεργατικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καπνεργατικά | ||
γενική | των | καπνεργατικών | ||
αιτιατική | τα | καπνεργατικά | ||
κλητική | καπνεργατικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακαπνεργατικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καπνεργατικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπνεργατικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνεργατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαπνεργατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καπνεργατικό