καπελάνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπελάνος < ιταλική cappellano < υστερολατινική cappellanus < cappella < cappa < capitulare < capitulum < caput < πρωτοϊταλική *kaput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput (κεφάλι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπελάνος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καπέλο