καντρίλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντρίλια | οι | καντρίλιες |
γενική | της | καντρίλιας | — | |
αιτιατική | την | καντρίλια | τις | καντρίλιες |
κλητική | καντρίλια | καντρίλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καντρίλια < ιταλική quadriglia
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαντρίλια θηλυκό
- (παρωχημένο) (χορός) είδος ευρωπαϊκού αντικριστού χορού
- (παρωχημένο) (μουσική) είδος μουσικής κατάλληλης γι' αυτόν τον χορό
- (παρωχημένο) (σπάνιο) ομάδα τεσσάρων χορευτών